- βαθμολογώ
- noter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βαθμολογώ — βαθμολογώ, βαθμολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαθμολογώ — δίνω βαθμό, αξιολογώ με αριθμητική κλίμακα την επίδοση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
βαθμολογώ — ησα, ήθηκα, βαθμολογημένος 1. αξιολογώ την πρόοδο ή τα αποτελέσματα της προσπάθειας κάποιου απονέμοντάς του βαθμό: Βαθμολογήθηκε με άριστα στο τέλος της εξέτασης. 2. χαράζω βαθμολογική κλίμακα: Το θερμόμετρο είναι βαθμολογημένο με την κλίμακα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αβαθμολόγητος — η, ο [βαθμολογώ] αυτός που δεν βαθμολογήθηκε ή δεν μπορεί να βαθμολογηθεί … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
βαθμολόγηση — η το να βαθμολογεί κανείς κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. βαθμολόγησις, μαρτυρείται από το 1880 στον Χρ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
βαθμομετρώ — 1. μετράω τους βαθμούς ή τις βαθμίδες 2. βαθμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + μετρώ( έω) < μέτρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διαβαθμίζω — 1. κατατάσσω κατά σειρά βαθμών, σε βαθμίδες 2. βαθμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μηδενίζω — 1. εξαφανίζω, εξουθενώνω καταστρέφω 2. καθιστώ ποσό ή πλήθος ίσο με το μηδέν 3. βαθμολογώ κάποιον ή κάτι με το μηδέν 4. φρ. «μηδενισμένη [ή αφανισμένη] βαθμίδα» γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης κατά την οποία ένα φωνήεν μηδενίζεται, χάνεται, λ.χ. «φεύγω … Dictionary of Greek
τσεκουρώνω — Ν [τσεκούρι] 1. χτυπώ με τσεκούρι 2. μτφ. α) τιμωρώ αυστηρά β) (σχετικά με μαθητές) i) βαθμολογώ υπερβολικά αυστηρά ii) απορρίπτω σε εξετάσεις λόγω υπερβολικής αυστηρότητας … Dictionary of Greek